Βιρτουόζος του μπουζουκιού

Βιρτουόζος του Μπουζουκιού

Μανώλης Χιώτης - Μαίρη Λίντα

Manolis Chiotis - Bouzouki Virtuose

Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη (κατ' άλλες αναφορές στο Ναύπλιο). Ο πατέρας του λεγόταν Διαμαντής Χιώτης, ένας βαρύμαγκας γεννημένος στον Πειραιά, με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας. Από μικρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με τα λαϊκά όργανα και ξεκίνησε να μαθαίνει κοντά σε Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο - αρχικά κιθάρα, μπουζούκι και στη συνέχεια ούτι. Έτσι, από 15 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ναύπλιο, ο Μανώλης Χιώτης άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά ως μουσικός. 

Το 1935 περίπου, πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί και ήταν τότε που γνωρίστηκε με τον Στράτο Παγιουμτζή, ο οποίος και τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του μπουζούκι στο κέντρο "Δάσος" του Βοτανικού. Το 1937, ο Μανώλης Χιώτης ακολουθώντας το ρεμπέτικο μοτίβο, ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, "Το χρήμα δεν το λογαριάζω", που έγινε αμέσως επιτυχία. Μέχρι τον πόλεμο, αλλά και μετά απ' αυτόν, συνέχισε να γράφει τραγούδια, πλην όμως βλέποντας ότι με το κλασικό μπουζούκι δεν μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη μεγάλη καινοτομία προσθέτοντας άλλη μία χορδή στο όργανο, δημιουργώντας έτσι το τετράχορδο μπουζούκι.

Με το τετράχορδο πλέον μπουζούκι, άνοιξε ο ορίζοντας για ασύλληπτες σε ταχύτητα εκτελέσεις σε σχέση με το κλασικό μπουζούκι. Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950, πρώτος αυτός εφαρμόζει τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Έτσι καινοτομώντας, αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία, για χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα, κυρίως του μάμπο. Αυτή η δεύτερη καινοτομία του, τον καθιέρωσε πλέον ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής του. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια.

Το πρώτο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος δημιούργησε ήταν, μετά τον πόλεμο, το “Πιγκάλ”, που ήταν και το πρώτο κοσμικό κέντρο της Αθήνας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στο πασίγνωστο τότε κέντρο "Σπηλιά" ή Σπηλιά του Παρασκευά στον Πειραιά, που ήταν διαμορφωμένος ανάλογα ο χώρος προ του αρχαίου Σηραγγίου, στη πίστα του οποίου γυρίστηκαν και τα περισσότερα πλάνα των σχετικών κινηματογραφικών του συμμετοχών. Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, για την προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της Χώρας.

Ο Μανώλης Χιώτης είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς χωρών, ενώ είχε κληθεί να παίξει ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Προέδρου Λίντον Τζόνσον. Ο Μανώλης Χιώτης φέρεται να έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια. Ανεξάρτητα όμως αυτού, πολύ τακτικά συμμετείχε και ως σολίστ σε ηχογραφήσεις και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίχθηκε ακριβώς στη δεξιοτεχνία του Χιώτη κατά την πρώτη του επίσημη δισκογραφική του παρουσία με τον "Επιτάφιο" του Γιάννη Ρίτσου, συνεργασία που συνεχίστηκε και στο "Λιποτάχτες", "Αρχιπέλαγος" κ.ά.. Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε ομοίως και με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Η Αγάπη μου δεν σβήνει - Μανώλης Χιώτης Μαίρη Λίντα (Αρχοντορεμπέτικο)


"Η αγάπη μου δε σβήνει"  [είναι φλόγα που ανάβει σαν καμίνι] 1962 Μανώλης Χιώτης Μαίρη Λίντα - Ταινία: Ο Ατσίδας σκην. Γιάννης Δαλιανίδης πρωταγωνιστής Ντίνος Ηλιόπουλος ως Ατσίδας

💦 Η συμμετοχή του στις ελληνικές ταινίες θεωρούνταν εγγύηση εισπρακτικής και όχι μόνον, επιτυχίας της ταινίας. Το κυρίως έργο του αναπτύσσεται μεταξύ των ετών 1946 (Πασατέμπος) -1964 (Πάρε με στο τηλέφωνο) - σηματοδοτούμενο κυρίως, από τη συνεργασία του με τη Μαίρη Λίντα - σύζυγο του μεταξύ των ετών 1958-1967.

Σημειώνεται ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε νυμφευθεί τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ζωή Γρυπάρη (1931-2022). Το 1958 παντρεύτηκε την παρτενέρ του Μαίρη Λίντα, με την οποία χώρισε το 1967. Στη συνέχεια παντρεύτηκε τη Μπέμπα Κυριακίδου (1936-2019), με την οποία και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.

Στις αρχές του 1970 η υγεία του επιδεινώθηκε εξαιτίας καρδιακής προσβολής. Απεβίωσε στις 21 Μαρτίου του 1970 εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας. Η αγγελία του θανάτου του συγκίνησε το πανελλήνιο. Όλοι οι κρατικοί τότε ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί έκαναν ειδικές αφιερώσεις, ενώ ο ημερήσιος Τύπος του απέδωσε ιδιαίτερα εγκωμιαστικούς τίτλους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια δεύτερη Κάλλας

Η ωραία των Αθηνών

Διπλοπενιές